- εὑρίσκετο
- εὑρίσκωfindimperf ind mp 3rd sgεὑρίσκωfindimperf ind mp 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εὑρίσκεθ' — εὑρίσκετο , εὑρίσκω find imperf ind mp 3rd sg εὑρίσκετε , εὑρίσκω find pres imperat act 2nd pl εὑρίσκετε , εὑρίσκω find pres ind act 2nd pl εὑρίσκετε , εὑρίσκω find imperf ind act 2nd pl εὑρίσκεται , εὑρίσκω find pres ind mp 3rd sg εὑρίσκετο ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὑρίσκετ' — εὑρίσκετο , εὑρίσκω find imperf ind mp 3rd sg εὑρίσκετε , εὑρίσκω find pres imperat act 2nd pl εὑρίσκετε , εὑρίσκω find pres ind act 2nd pl εὑρίσκετε , εὑρίσκω find imperf ind act 2nd pl εὑρίσκεται , εὑρίσκω find pres ind mp 3rd sg εὑρίσκετο ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ENOCH — fil. Cain, Gen. c. 4. v. 26. natus A. M. 131. Ioseph. Antiqq. l. 1. c. 3. Prima quoque mundi civitas ab ipso ain aedificata, et filii nomine appellata: in Tribu Aser. Fuit alius fil. Iaredi, pater Mathusalae, natus A. M. 623. vir iustissmus, qui… … Hofmann J. Lexicon universale
λόχη — και λόγχη, η 1. φωτιά, φλόγα, γλώσσα φωτιάς («τση Κόλασης τη λόχην», Ερωφ.) 2. ζέστη, θερμότητα («ευρίσκετο ο Ρωτόκριτος μέσα στο ναι κ εις τ όχι ώρες σ αέρα δροσερό κι ώρες ς φωτιά κ εις λόχη», Ερωτόκρ.) 3. φως, λάμψη 4. κεραυνός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ.… … Dictionary of Greek
παραπίπτω — ΝΜΑ πέφτω παράμερα, παραπέφτω, χάνομαι («ἡ ἀκολουθία τοῡ ἁγίου... παραπεσοῡσα οὐχ εὑρίσκετο», Ευστ.) μσν. αρχ. αμαρτάνω αρχ. 1. πέφτω κοντά ή δίπλα σε κάποιον ή σε κάτι («ἐγγὺς δὲ τῶν τειχῶν τὸ σῶμα... παραπεπτωκός», Πλούτ.) 2. έρχομαι… … Dictionary of Greek
πραγματευτής — Hμιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ.), στην πρώην επαρχία Κυνουρίας, του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (8 τ. χλμ.), στον οποίο υπάγονται και οι οικισμοί Λιβάδι (υψόμ. 20 μ.), Σαμπατική (υψόμ. 20 μ.). Βρίσκεται BA του Λεωνιδίου κοντά… … Dictionary of Greek